- πολυτιμότερος
- πολυτῑμότερος , πολύτιμοςmuch-reveredmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
υπέρχρυσος — ον, Μ αυτός που έχει ανώτερη αξία από τον χρυσό, πολυτιμότερος και από τον χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρυσός (πρβλ. ἐπί χρυσος, περί χρυσος)] … Dictionary of Greek
Έρβινγκ, Τζούλιους — (Julius Erving, Νέα Υόρκη 1950 –). Αμερικανός μπασκετμπολίστας. Βασικό στέλεχος της ομάδας των 76ers της Φιλαδέλφεια από το 1976 έως το 1987 –χρονιά κατά την οποία σταμάτησε την αγωνιστική δράση του–, υπήρξε ένας από τους θρύλους του αμερικανικού … Dictionary of Greek